μυλοχαράκτης
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
Greek (Liddell-Scott)
μυλοχαράκτης: ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
μυλοχαράκτης, ὁ (Μ)
αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + χαράκτης (< χαράσσω)].