μυογλοία

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

η
(ιστολ.)
το σύνολο τών μυϊκών ινιδίων τών λείων μυών, τα οποία αποτελούν το βασικό υπόστρωμα αυτών τών μυών.