μυομήτριο

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

το
ανατ. η μεσαία στιβάδα του τοιχώματος της μήτρας, που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myometrium (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + μήτρα)].