μυτίλος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, eine eßbare Muschel, das lat. mytilus, lat. Wort, bei Ath. III, 85 e μίτλος oder μύτλος, als römischer Name für τελλίνα.

Greek (Liddell-Scott)

μυτίλος: ὁ, (μῦς) θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», ληφθὲν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ mytilus, ἴδε Ἀθήν. 85Ε.

Greek Monolingual

ο (Α μυτίλος)
ζωολ. είδος δίθυρου θαλάσσιου εδώδιμου μαλακίου, μυτίλος ο εδώδιμος ή μύαξ, κν. μύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mytilus].