Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
μωρικός, -ή, -όν (Μ) μωρός1. χαρακτηριστικός του μωρού, του ανόητου2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μωρικόνανοησία, μωρία.