μωρικός

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

μωρικός, -ή, -όν (Μ) μωρός
1. χαρακτηριστικός του μωρού, του ανόητου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μωρικόν
ανοησία, μωρία.