μωρόν

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek (Liddell-Scott)

μωρόν: τό, «τὸ ὀξὺ Κύπριοι» Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ξ. 479, Ἐτυμ. Μ. 776, 23, ἐν λ. ὑλακόμωρος, ἔνθα μόρον.