ὁ, a kind of beetle or cockroach, Plin.HN29.141.
μύλοικος, ὁ (Α)είδος σκαθαριού ή κατσαρίδας που ζει σε μύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσίοικος].