νέηαι

English (LSJ)

v. νέομαι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. prés. Moy. épq. de νέω¹.

Russian (Dvoretsky)

νέηαι: эп. 2 л. sing. conjct. med. к νέω I.

Greek (Liddell-Scott)

νέηαι: ἴδε νέομαι.

English (Autenrieth)

see νέομαι.

Greek Monotonic

νέηαι: Επικ. αντί νέῃ, βʹ ενικ. του νέομαι.