ναζιστής

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ναζίστρια
οπαδός του ναζισμού, ναζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν, όρου, πρβλ. αγγλ. nazist < Nazi «ναζί», βλ. ναζί