ναρκαλιευτικός

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-ή, -ό ναρκαλιεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία
2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό
ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων του στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας.