πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen
ναυσίπλους, -ουν και, -οος, -οον (Μ)αυτός που ταξιδεύει με πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πλοῦς.