ναυτόφωνο

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

το
συσκευή η οποία εκπέμπει έντονα ηχηρά σήματα και χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς κατά τη διάρκεια πυκνής ομίχλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -φωνο (< -φωνος < φωνή)].