νεβρίτις

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

νεβρῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
ο νεβρίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. μολοχίτις, σιδηρίτις)].