νεκροειδής

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

German (Pape)

[Seite 237] ές, todtenähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεκρόν, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σελ. 928, 11.

Greek Monolingual

-ές (Α νεκροειδής, -ές)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που είναι όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ειδής].