νεκροκρέβατο

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

το (Μ νεκροκρέβατον)
η νεκροθήκη, το φέρετρο.