νεκροφύλακας

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νεκροφύλαξ, -ακος)
αυτός που φυλάγει άταφους νεκρούς
νεοελλ.
υπάλληλος νεκροφυλακείου.