τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
ο (ΑΜ νεκροφύλαξ, -ακος)αυτός που φυλάγει άταφους νεκρούςνεοελλ.υπάλληλος νεκροφυλακείου.