νεοχειροτόνητος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek (Liddell-Scott)
νεοχειροτόνητος: -ον, ὁ νεωστὶ χειροτονηθείς, ἐπὶ ἱερέως, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 30Ε· ἐπὶ βασιλέως, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 194, 10.
Greek Monolingual
νεοχειροτόνητος, -ον (Μ)
1. (για ιερέα) αυτός που χειροτονήθηκε πρόσφατα
2. (για βασιλιά) αυτός που ανέβηκε στον θρόνο πρόσφατα.