νεόσκαπτος

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

και νιόσκαφτος και νιόσκαφος, -η, -ο
αυτός που έχει σκαφτεί πρόσφατα.