Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
νεόχερσος: γῆ, γῆ χέρσος νεωστὶ ἀροθεῖσα, «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη» Ἡσύχ., ἔνθα νεώχερμος.
νεόχερσος, -ον (Α)
φρ. «νεόχερσος γῆ» — ακαλλιέργητη γεωργική έκταση που μόλις οργώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χέρσος.