νεόχερσος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεόχερσος: γῆ, γῆ χέρσος νεωστὶ ἀροθεῖσα, «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη» Ἡσύχ., ἔνθα νεώχερμος.

Greek Monolingual

νεόχερσος, -ον (Α)
φρ. «νεόχερσος γῆ» — ακαλλιέργητη γεωργική έκταση που μόλις οργώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χέρσος.