νικηφόρια

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek (Liddell-Scott)

νικηφόρια: τά, ἀγῶνες τελούμενοι ἐν Αἰγίνῃ, Συλλ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139β· 41, ἴδε Hicks σ. 326.