νοικιάζω

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

ενοικιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοικιάζω < ἐνοίκιον, με σίγηση του αρκτικού -ε-].