Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
ενοικιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοικιάζω < ἐνοίκιον, με σίγηση του αρκτικού -ε-].