νοικιάζω

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

ενοικιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοικιάζω < ἐνοίκιον, με σίγηση του αρκτικού -ε-].