νοσερῶς

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Russian (Dvoretsky)

νοσερῶς: болезненно: τὰ ν. ἔχοντα τῶν σωμάτων Arst. болезненные организмы.