νοσηλευτικός
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
-ή, -ό νοσηλεύω
1. αυτός που αναφέρεται στη νοσηλεία ή αυτός που είναι κατάλληλος για νοσηλεία («νοσηλευτικό ίδρυμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η νοσηλευτική
ιατρ. το επάγγελμα του νοσηλευτή και της νοσηλεύτριας, που έχει ως αντικείμενο την περίθαλψη ασθενών και τραυματιών και γενικότερα ατόμων που δεν είναι ικανά να φροντίσουν τον εαυτό τους.