ντεσιμπέλ

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

Greek Monolingual

το
άκλ. μονάδα μέτρησης της έντασης του ήχου που ισοδυναμεί με το ένα δέκατο του μπελ και συμβολίζεται ως dB.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decibel < deci- (< λατ. decimus «δέκατος» < λατ. decem «δέκα») + bel (από το όν. του Αlexander Graham Bell, εφευρέτη του τηλεφώνου)].