Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ντιβάνι

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

το
1. βλ. διβάνι
2. ποιητική συλλογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. divan < περσ. dīwān «λογιστικό βιβλίο»].