ντιβάνι

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

το
1. βλ. διβάνι
2. ποιητική συλλογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. divan < περσ. dīwān «λογιστικό βιβλίο»].