ξάσιμο

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το
η ξάνση, το λανάρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- του ξαίνω (πρβλ. ξάσμα) + κατάλ. -(σ)ιμο (πρβλ. γνέσιμο, κλώσιμο)].