δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ξίμβαι (Α)(αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ῥοιαί».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].