ξίμβαι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ξίμβαι (Α)
(αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ῥοιαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].