ξαλάφρωμα
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
και ξελάφρωμα, το ξαλαφρώνω
1. ελάφρυνση
2. ανακούφιση.
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
και ξελάφρωμα, το ξαλαφρώνω
1. ελάφρυνση
2. ανακούφιση.