ξαλαφρώνω

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

και ξελαφρώνω
1. μειώνω το βάρος, ελαφρύνω κάτι
2. γίνομαι ελαφρότερος («ξαλάφρωσε το πλοίο»)
3. ανακουφίζω, ελαφρώνω
4. ανακουφίζομαι («θα σού τά πω να ξαλαφρώσω»)
4. (για ασθενή) βελτιώνεται η υγεία μου, είμαι καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-αλαφρώνω / εξ-ελαφρώνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε- με επιτ. σημ.)].