ξανακινώ

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

(Μ ξανακινῶ, -άω και ξανακινάγω)
1. κινώ πάλι κάτι, ανακινώ
2. ξεκινώ πάλι, αναχωρώ ξανά.