ξελύνω

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

λύνω, ελευθερώνω κάτι που είναι δεμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-λύω (αόρ. ἐξ-έλυσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].