ξελύνω

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

λύνω, ελευθερώνω κάτι που είναι δεμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-λύω (αόρ. ἐξ-έλυσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].