ξεμοντάρω

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

λύω μηχανήματα στα τμήματα ή στα κομμάτια που τά απαρτίζουν, αποσυναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μοντάρω (Ι) «συναρμολογώ τα τμήματα μηχανής»].