ξενοπροσώπως
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
Greek (Liddell-Scott)
ξενοπροσώπως: Ἐπίρρ., διὰ ξένου προσώπου, διὰ τῶν αὐτοῦ ὑπηρετῶν ξενοπροσώπως ἐπηρεάζοντι Ἰω. Ἀντιοχ. ἐν Cotel Mon. τ. 1, σ. 178Α.