ξενοπροσώπως
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Greek (Liddell-Scott)
ξενοπροσώπως: Ἐπίρρ., διὰ ξένου προσώπου, διὰ τῶν αὐτοῦ ὑπηρετῶν ξενοπροσώπως ἐπηρεάζοντι Ἰω. Ἀντιοχ. ἐν Cotel Mon. τ. 1, σ. 178Α.