ξενοπροσώπως

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek (Liddell-Scott)

ξενοπροσώπως: Ἐπίρρ., διὰ ξένου προσώπου, διὰ τῶν αὐτοῦ ὑπηρετῶν ξενοπροσώπως ἐπηρεάζοντι Ἰω. Ἀντιοχ. ἐν Cotel Mon. τ. 1, σ. 178Α.