ξενόδουλος

From LSJ

Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. υποταγμένος στους ξένους
2. αυτός που μιμείται δουλικά τους ξένους ή τις ξενικές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δούλος].