Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
-η, -ο1. υποταγμένος στους ξένους2. αυτός που μιμείται δουλικά τους ξένους ή τις ξενικές συνήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δούλος].