ξενόδουλος

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. υποταγμένος στους ξένους
2. αυτός που μιμείται δουλικά τους ξένους ή τις ξενικές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δούλος].