ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ξεπλανεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλανῶ (αόρ. ἐξ-επλάνησα) βλ. και λ. ξ(ε)-].