ξεσαμάρωτος
From LSJ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
Greek Monolingual
-η, -ο ξεσαμαρώνω
1. (για υποζύγιο) αυτός που δεν έχει σαμάρι
2. μτφ. (για πρόσ.) αναίσχυντος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος.