ξιφοδρέπανο

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

το (Α ξιφοδρέπανον)
κυρτό ξίφος σε σχήμα δρεπανιού («ξιφοδρέπανον
ἡ λεγομένη ἅρπη, ὅπλον», Ησύχ.).
νεοελλ.
κοντό ξίφος, ελαφρά κυρτωμένο, που χρησιμοποιείται ως ξιφολόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δρέπανον.