ξυλόζη
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Greek Monolingual
η
χημ. αλδοπεντόζη της οποίας η δεξιόστροφη εναντιόμορφη μορφή D-ξυλόζη είναι ευρύτατα διαδεδομένη στα φυτά, ιδιαίτερα στους ξυλώδεις ιστούς, και η οποία απαντά κυρίως υπό την πολυμερισμένη μορφή της, την ξυλάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylose < xyl- (< ξύλο) + -ose (< γαλλ. -ose < γαλλ. glucose)].