ογδοηκονταετής

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ές)
βλ. ογδοηκοντούτης.