ογκόμματος

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

ὀγκόμματος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μεγάλα και εξογκωμένα μάτια που προεξέχουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»].