οδοντοφυώ

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

(Α ὀδοντοφυῶ, -έω)
(για νήπια και παιδιά) βγάζω δόντια («τὰ δὲ παιδία ἑβδόμῳ μηνὶ ἄρχονται ὀδοντοφυεῖν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φυῶ (< -φυής < φύομαι), πρβλ. τριχοφυώ].