Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
ὀδυνηφόρος, -ον (Α)αυτός που επιφέρει πόνο, οδύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + -φόρος].