οισαν
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
Greek (Liddell-Scott)
οισαν: (= οιεν), κατάληξ. εὐκτικῆς, Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 435: παρέχοισαν 43: ἔχοισαν 306: ἀντιλέγοισαν. - Ὁμοία ἡ κατάλ. αὕτη τῇ τῶν παρατατικῶν καὶ ἀορίστων τῆς ὁριστικῆς ἐγκλίσεως ἐδολιοῦσαν, ἐσχάζοσαν, ἤλθοσαν, εἴποσαν, εἴπασαν, ἥτις καὶ ἐκ βιβλίων εἶναι γνωστή, Συναγωγὴ Λεξ. Ἀθησ. Κουμανούδ.